- πόππυσμα
- πόππυσμαsmacking of lipsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών … Dictionary of Greek
ποππυσμάτων — πόππυσμα smacking of lips neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππύσματα — πόππυσμα smacking of lips neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)